Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020

Σ' ένα μπαρ, υπό συνθήκες δυσμενείς, περιμένοντας


 Το τρίτο ποτό ήταν πάντα το καλύτερο. Το δεύτερο πινόταν πολύ γρήγορα. Όσο για το πρώτο, ως γνωστόν, ένα ίσον κανένα. Αραχτός στην αυτοσχέδια μπάρα, απολάμβανε μελαγχολικά την κάθε γούλια. Η μελαγχολία έγκειται στο μετέπειτα, καθώς αδυνατούσε να αποβάλλει την κακή συνήθεια που είχε αποκτήσει: κατά τη διάρκεια του τέταρτου ποτού ο χρονικός ορίζοντας ξεμάκραινε, από  το αιώνιο παρόν της μεθυσμένης νιότης του, στο καταραμένο αύριο στης αλκοολικής μέσης ηλικίας του. Το αύριο. Ένα παιδί, ένα γατί, μια δημόσια υπηρεσία. Ένα μεροκάματο, ένα βαρύ, αργόσυρτο, αργόσυρτο μεροκάματο, με έναν πονοκέφαλο που είχε πλέον γίνει ο καθημερινός, αν και πλήρως διαχειρίσιμος, μπελάς. Το new normal. Μειδίασε. Τον έπιανε το αυτάρεσκο του, όταν πρόβαλλε στον εαυτό του την πολιτική συνθήκη, ως μια υβριστική και παρατραβηγμένη, το γνώριζε καλά, αναλογία.

 Την περίμενε ώρα πολλή. Κι εκείνη δεν έλεγε να φανεί. Ο κίνδυνος, συλλογίστηκε. Δεν ήταν απλό δα να δίνουν ραντεβού σ’ αυτή την παρακμιακή γωνιά της πόλης. Εδώ, που στηνόντουσαν τα πλανόδια υπαίθρια μπαρ. Εδώ, γεωργίου ολυμπίου και ζαλόγγου γωνία. Χθες ήταν δυο τετράγωνα παραδίπλα. Οι μπάτσοι ήρθαν στις δωδεκάμισι, κάναν τη μισή είσπραξη, δηλαδή το διαλύουμε χωρίς πρόστιμο, το μπαρ αποχώρησε, αποχώρησαν κι αυτοί. Δεν ήταν βολικό που ο ιδιοκτήτης δεν πλήρωνε όλο το ποσό, ώστε τα γουρούνια να κάνουν τα στραβά μάτια, αλλά κάτι ήταν κι αυτό. Μια αλλαγή παράστασης, κατά γενική ομολογία, κακό δεν έκανε. Στην πέρα γωνία, τα βαποράκια την άραζαν κάτω από το υγρό φως. Οι προστάτες μας πέρασαν, τους χαιρέτησαν, άφησαν το κάτι τις τους στο πεζοδρόμιο (η χειραψία, που δεν ήταν σκέτη χειραψία, ήταν πια απαγορευμένη) και αποχώρησαν. Φιου. Θα πιούμε τα ξύδια μας απόψε, οι προτεραιότητες του νόμου και της τάξης για σήμερα είναι διαφορετικές. Το εμπόρευμα έπρεπε να κάνει τον κύκλο του, η οικονομία έπρεπε να μη βαλτώσει, ακόμα κι αυτές οι πρωτόγονες, ακατέργαστες, υλικές μορφές της.

Προσπάθησε να θυμηθεί, με δυσκολία, τα μπαρ όπως ήταν πριν από μια δεκαετία (ήταν τόσο; περισσότερο; λιγότερο;) Με τα κομφόρ τους, με τις σερβιτόρες τους, με τα ξύλινα πατώματα τους, με τη τζαζ και τα σαξόφωνα. Πεδία που ευνοούσαν τη διασπορά του ιού. Ενός ιού που κανένας δε μπορούσε να θυμηθεί αν υπήρξε και πότε υπήρξε, αν και η μυθολογική του υπόσταση ήταν υπεραρκετή ώστε να παράξει αποτελέσματα. Άλλωστε, η μνήμη δεν ήταν πι αυτό που ήταν κάποτε. Δεν ήταν αναλογική, και μοναχά ως ελαττωματικό προϊον ήταν ψηφιακή: οι παλαιοί σέρβερ είχαν καταρρεύσει υπό το βάρος των σέλφι σε άγνωστα και μικρής σημασίας αξιοθέατα, των βίντεο με γατιά που κάνουν ναζάκια και των κόμεντς περί της νέας τάξης πραγμάτων. Ως εκ τούτου, μια γενιά που είχε μάθει να δίνει εργολαβία τη δυνατότητα της για μνήμη στις έξυπνες μηχανές, έπρεπε να μηδενίσει το κοντέρ και να εύχεται πως οι νέοι κβαντικοί, ότι διάολο κι αν σήμαινε αυτό, σέρβερ θα αποδεικνύονταν περισσότερο αξιόπιστοι από τους προκατόχους τους.

 Τώρα, τα μπαρ αποτελούνταν από κατασκευές με τρία ξύλα σε τρία διαφορετικά χρώματα ζυγιασμένα τα δυο κάθετα και το ένα οριζόντια με τρια πλαγιαστά διαγώνια καρφώματα εκατέρωθεν, αντοχής ολίγων λεπτών. Ένα προϊόν αλλκοολικής ζύμωσης αμφίβολης προέλευσης, κι αυτό σελφ σέρβις. Μια ιντάστριαλ μουσική που κανένας δεν μπορούσε να αποφασίσει αν ήταν μαλακία επειδή έπαιζε τόσο πολύ ή αν έπαιζε τόσο πολύ επειδή ήταν μαλακία. Κι έναν αρουραίο καμιά δεκαπενταριά μέτρα μακριά, στα όρια της περιφερειακής του όρασης, που φαινόταν να την περνάει χωνί, αλώβητος από τις κοσμοϊστορικές αρχιδιές που είχαν συμβεί. Αυτό βέβαια, αν δεν είχες να τα σκάσεις… Αν είχες… Κυκλοφορούσαν φήμες για μέρη όπως παλιά, καβατζωμένα, φήμες που δεν μπορούσε να ξέρει αν αντικατόπτριζαν μια παράλληλη πραγματικότητα, πραγματικότητα ωστόσο, ή αν διασπείρονταν από τους γνωστούς καλοθελητές με σκοπό να αναζωπυρώσουν την ελπίδα. «Κοιτάχτε, αν το προσπαθήσετε, μπορείτε κι εσείς κάποια μέρα...» Αυτή η παλαιά γνώριμη και καταραμένη ελπίδα, η φόνισσα της λογικής, η αφειδής προμηθεύτρια διανοητικού οπίου.

 Εκεί την περίμενε. Κι εκεί δεν έλεγε να φανεί. Σκέφτηκε το Μαγιακόβσκι στην Οντέσα. Ήταν ήρεμος, καθώς ο ποιητής. Σα το σφυγμό ενός νεκρού. Κοιτούσε προς μια κατεύθυνση και δεν την έβλεπε. Αναπτέρωνε το ηθικό του τεχνητά, αναμένοντας πως εκείνη την ίδια στιγμή είναι πίσω από την πλάτη του, χαμογελώντας ντροπαλά και πονηρά ταυτόχρονα. Γυρνούσε, κι αυτή δεν ήταν εκεί. Προφανώς, γιατί ήταν πίσω από την πλάτη του. Γυρνούσε. Δεν ήταν εκεί.

 Σερβιρίστηκε το τέταρτο. Δυο παιδιά, δυο γατιά, δυο μεροκάματα. Δυο γαμημένες δημόσιες υπηρεσίες.  Μια ζωή που δεν ήξερε γιατί τη ζούσε, αλλά τη ζούσε. Γιατί δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Γιατί οι επιλογές ήταν τόσες πολλές, που, όπως κάθε γνήσιο φαινόμενο πληθωρισμού, στ’ αλήθεια δεν ήταν καμία. Γιατί η Μεγάλη Ποτοαπαγόρευση είχε στερήσει απ' αυτόν, έναν γνήσιο εραστή του παρελθόντος, αυτό που οι κακομορφισμένοι και ανέραστοι σύζυγοι του παρόντος μπορούσαν να έχουν. Όχι το αλκοόλ. Τη συνθήκη. Που όμως δε μπορούσε, εν προκειμένω, να αναπαρασταθεί ψηφιακά. Ήταν τέτοια σε τόπο παρόντα και χρόνο ενεστώτα. Κι η τρέχουσα αντίληψη περί χωροχρόνου δε βοηθούσε αυτόν, ένα τέτοιο θλιβερό απομεινάρι.

 Την περίμενε. Ύστερα, έφυγε. Σκέφτηκε το ζεστό κορμί της. Τα υπέροχα τόξα των φρυδιών της. Την ελιά της πάνω από τον αστράγαλο. Δεν ήταν σίγουρος αν είχε υπάρξει πραγματικά. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.