Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

And a happy new year


Το τέλος της μέρας με βρίσκει στο πάνω μέρος των σκαλιών. Είναι όμορφα εκεί αυτή την ώρα. Ο ήλιος δύει κι είναι όμορφα.

Αντιπαθώ τα ηλιοβασιλέματα. Τα βρίσκω μονότονα και προβλέψιμα. Φαινόμενο γραμμικό κι επαναλαμβανόμενο. Από την άλλη βρίσκω έξοχο το μούχρωμα, με τη δυναμική χαοτική του συμπεριφορά, και το πάντρεμα των σύννεφων με τα απομεινάρια του φωτός. Την προβολή τους στα παλιά κτίρια της πόλης. Μιας πόλης που αργοπεθαίνει, μα ο γιατρός μας είπε να μην της πούμε. Είμαστε οι τυχεροί αρχαιολόγοι. Αυτοί που έχουν την τιμή να παρατηρούν το αντικείμενο της μελέτης τους πριν την επερχόμενη καταστροφή.

Αδειάζω το ποτήρι μου στα γρήγορα. Νιώθω μια δυσφορία. Αναρωτιέμαι τι να με ενοχλεί, η υγρασία ή το κρύο. Μάλλον το πρώτο. Μάλλον απλώς τα φορτώνω στον καιρό. Η παλιά καλή πεπατημένη, το τέλειο άλλοθι για τα μικρά καθημερινά εγκλήματα μας, με θύματα τους εαυτούς μας ή τους αγαπημένους μας. Τα σκάτωσα, αλλά έριχνε καρέκλες.

Φεύγω. Κάνω μια γύρα στους δρόμους της άνω πόλης. Σκέφτομαι να μπω κάπου για ένα κονιάκ. Θυμάμαι αμέσως πως ανήκω στους διανοητικά χαλασμένους και ηθικά κολάσιμους πολίτες. Απαγορεύεται. Είμαι το κοριτσάκι με τα σπίρτα σε μια πιο καβατζωμένη καίτοι βραδυφλεγή εκδοχή του. Είμαι ο άνθρωπος που αποφάσισε να μη γίνει ρινόκερος, αλλά αμέλησε να διαβάζει στα ψιλά γράμματα στους όρους του συμβολαίου πως οι μη μετατρεπόμενοι σε ρινόκερους δύνανται να μεταλλαχθούν σε αμοιβάδες. Αναρωτιέμαι πως θα 'ταν το closing time του tom waits αν ήταν ανεμβολίαστος και χωρίς πρόσβαση στα μπαρ. Περιμένω να δει τη μουσική θα γραφτεί για την εποχή μας. Οι καλλιτέχνες συνθηκολόγησαν. Τι στίχο να γράψεις όταν επιδεικνύεις covid pass για να μπεις σε αποστειρωμένους χώρους μη καπνίζοντων;

Κάνω να κατέβω προς την πόλη. Ένας τρελός μπεκρής με σταματάει. Τον κοιτάζω και συνειδητοποιώ: εικόνα απ' το μέλλον. Μαντεύω τις δικές του σκέψεις. Μια εικόνα απ' το παρελθόν.

Με ρωτάει: θέλεις κάτι;  Όχι σε τσαμπουκά. Όχι τι κοιτάς ρε μαλάκα. Με ρωτάει αν όντως θέλω κάτι.

Την εσωτερική γαλήνη. Λίγα παραπάνω φράγκα. Το κορίτσι που αγαπώ. Να πάρει η αεκ το τσου λου.

Όχι φίλε, να 'σαι καλά.

Φτάνω στους δρόμους του κέντρου. Χριστούγεννα κι ο κόσμος βγαίνει να πάρει δώρα για παιδιά, ανίψια, για τον εαυτό του, για να εξαγοράσει την αγάπη των οικείων του, για να μπουκώσει τα κενά στην ψυχοσύνθεση του με περιτυλίγματα, γιρλάντες και γκάτζετ. Μπαίνω σ' ένα μαγαζί κι αγοράζω μια μαλακία. Τους βάζω να μου την τυλίξουνε. Σκοπεύω να μην ανοίξω το δώρο μου αυτές τις γιορτές. μα του χρόνου που θα 'χω ξεχάσει τι πήρα και θα κάνω έκπληξη στον εαυτό μου.

Μου 'χες πει: οι ιστορίες που γράφεις πρέπει να ΄χουν πλοκή. Οπότε σ' αυτό το σημείο μπορώ να βάλω έναν τυπά να μαχαιρώνει μια τύπισσα στην άκρη του δρόμου. Ένα τροχαίο. Έναν βάτραχο που μετατρέπεται σε πρίγκιπα. Έναν μετεωρίτη να πέφτει κι αρχινά το post-apocalypse. Ένα γεγονός που θα δίνει έναυσμα σε ένα διήγημα.

Τίποτα απ' αυτά. Εδώ που ζούμε δεν υπάρχει πλοκή. Δεν υπάρχουν γεγονότα. Δεν υπάρχει το τυχαίο, δεν υπάρχει η δυναμική των κοινωνικών σχέσεων που μπορεί να πάρει σάρκα και οστά απ' τις σκέψεις μου. Υπάρχει μόνο ο κύκλος του εμπορεύματος, η εξουθενωτική παραγωγή του, η οργανωμένη κυκλοφορία του κι η μηχανική κατανάλωση του. Υπάρχει ο φετιχισμός του. Υπάρχει η απόσπαση υπεραξίας που ρημάζει το μυαλό, την καρδιά και το σώμα. Όλα τα έργα τέχνης είναι το αντεστραμμένο και θολό καθρέφτισμα της ως άνω διαδικασίας από το θέαμα. Είναι η διασωλήνωση της φαντασίας μας και το αλγοριθμικό ψείρισμα της από τις μηχανές. Η απόπειρα να πειστούν οι μη ζώντες πως υπάρχει ζωή.

Γυρίζω σπίτι. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Κοιτάζω γύρω μου. Κοιτάζω κάτω. Μια γάτα με καρφώνει με το βλέμμα της. Ελπίζει να την ταΐσω. Πάω στο ψυγείο, βρίσκω ότι απέμεινε από χθες, της το δίνω. Ανεβαίνει και το τρώει λαίμαργα.

Ανάβω τσιγάρο. Όλα καλά.