Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Another night in

 

Στο ‘χα πει πως θα σ’ αφήσω.

Θυμάσαι εκείνο το βράδυ, τότε που σε πόθησα για πρώτη φορά; Μικρός εγώ κι άπειρος, δε σ’ είχα προσέξει καν ως τότε. Αλλά είδα πως σε περιτριγύριζαν όλοι οι μεγαλύτεροι και πως άλλαζε η διάθεση τους όταν βρισκόσουν γύρω τους. Και κάρφωσα τη ματιά μου πάνω σου κι αποφάσισα πως θέλω να ‘μαι μαζί σου. Αγνοώντας τις συνέπειες της πεθυμιάς μου.

Λίγες νύχτες μετά, βρέθηκες ξανά τυχαία γύρω μου, κι όλοι οι φίλοι ξανά τα ίδια, ξανά η ίδια λάμψη στα μάτια τους. Τότε βρήκα το θάρρος, σε πήρα παραδίπλα, κι όταν μείναμε μόνοι, σ’ αγκάλιασα, σε φίλησα κι ενωθήκαμε. Οι πέντε μου αισθήσεις πληρώθηκαν και κάθε κύτταρο μου είπε, ιδού, αυτός είναι ο λόγος που γεννηθήκαμε. Αυτό ήταν, επιτέλους, ήταν καλύτερο κι απ’ ότι λέγανε.

Πέρασαν πολλές τέτοιες νύχτες. Είχαμε μια σχέση μυστήρια, θυμάμαι, κι ήταν μόνο μετά το σούρουπο που σε αναζητούσα και τότε πάντα σ’ έβρισκα, πάντα ήσουν εκεί για μένα, και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό. Κι ήταν σαν την πρώτη φορά κι ακόμα καλύτερα.

Βγαίναμε και τραγουδούσαμε και χορεύαμε και γελούσα με τ’ αστεία σου μέχρι τα χαράματα. Έπειτα σ’ έπαιρνα στο κρεβάτι μου και σου δινόμουν ολόκληρος κι όταν έκλεινα τα μάτια μου ένιωθα την άγρια γαλήνη, που μόνο όποιος έχει ξέρει να κολυμπά κόντρα στο κύμα σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα μπορεί να νιώσει.

Κι άρχισα να νιώθω την κάθε επόμενη μέρα ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Άρχισα να νιώθω μιαν ανεξήγητη μελαγχολία, και να λέω, έτσι χωρίς κανένα λόγο, πως δεν είσαι για μένα τελικά και πως ίσως ήρθε η στιγμή να τη δω αλλιώς. Και συνέχεια το μετάνιωνα.

Ύστερα άρχισες τις μαλακίες σου. Όχι πως δεν τα ‘ξερα, τα ‘ξερα ο έρμος, μου  τα’ χαν πει. Κι έβαζα τα κλάματα στο απροειδοποίητο κι έβριζα τους δικούς μου κι ακόμα κι όταν έβρισκα κι άλλες ν’ αγαπήσω πάντα στην αγκαλιά σου γυρνούσα.

Μην ακούω δικαιολογίες. Μην ακούω πως μπορούμε επιτέλους να τα πάμε καλά και να τα βρούμε αρκεί να ξεκαθαρίσουμε τι θέλουμε. Το ξέρεις πως κάτι τέτοιο δε γίνεται. Ξεχνάς τα μπουνίδια με τον κολλητό για πάρτη σου; Ξεχνάς τότε που για σένα δεν πήγα δυο σερί μέρες στη δουλειά και με μπούλεψε τ’ αφεντικό; Θυμάσαι που μετά που δεν έβρισκα μεροκάματο κι ήμουνα ταπί, μου ζήτησες λεφτά, γιατί βέβαια δε σ’ ένοιαζε καθόλου, και σου ‘δωσα τέσσερα κατοστάρικα σ’ ένα μήνα και μ’ έψαχνε η σπιτονοικοκυρά να με μπουλέψει κι αυτή;

Σταμάτα να με κοιτάς μ’ αυτό το βλέμμα.

Αφού ξέρεις πως δεν αντέχω.

Δεν αντέχω άλλο.

Είναι δυο βδομάδες που δεν έχουμε βρεθεί και νιώθω καλύτερα.

Όχι, σε παρακαλώ.

Σε παρακαλώ, μη φύγεις.

Έλα δω.

Κι ύστερα, σε πήρα στα χέρια μου, σε σήκωσα στον αέρα, σε γύρισα ανάποδα κι άδειασα το περιεχόμενο σου στο ποτήρι μου.