Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022

Νοσταλγία για διάφορα πραματάκια που δε φαίνονται τόσο συναρπαστικά αλλά είναι


Θέλω πίσω το καλό μου πενηνταράκι παπί

Θέλω πίσω εκείνο το υγρό, κρύο σπίτι

Θέλω πίσω το νόκια τριάντα τρία δέκα

Θέλω πίσω εκείνο το βιβλίο που δάνεισα και δεν πήρα ποτέ πίσω

Θέλω πίσω το χαλασμένο ηχείο με τις πειραγμένες συχνότητες

Θέλω πίσω εκείνο το απόγευμα

Θέλω πίσω και το επόμενο απόγευμα

Θέλω πίσω αυτά τα τέσσερα μποφόρ

Θέλω πίσω το τριακοστό έβδομο τσιγάρο εκείνης της βραδιάς

Θέλω πίσω τα αστεία που λέγονται στις τέσσερις το πρωί

Θέλω πίσω ό,τι αγάπησα και πια δεν αγαπώ

Θέλω πίσω τα πλαστικά καλαμάκια

Χρονικό που ποτέ δε γράφτηκε

 

... Φυσικά, όλα άρχισαν να εκφυλίζονται όταν το σύστημα καλωδιώσεων κρίθηκε παρωχημένο κι αντικαταστάθηκε από την ασύρματη μετάδοση ύλης κι ενέργειας. Οι μεγάλες μαύρες πολιτείες σωλήνων, αγωγών κι οπτικών ινών που συντηρούσαν κι επέτρεπαν τη μεταφορά πραγμάτων κι εννοιών εμφανίστηκαν ως ενεργοβόρες και μη αισθητικές, και από τα λαγούμια τους, απουσία ηλεκτρισμού, ξεπήδησαν νέα ζωικά και φυτικά είδη. Η λεπτή ισορροπία που ως τότε συντηρούνταν, κανείς δε μπορεί να πει με ακρίβεια πως, διαταράχτηκε, και στην αρχή φάνηκε γεγονός αμελητέο πως κάποια στιγμή ένας υδραυλικός αεροχημάτων ονόματι Τόμας παρατήρησε ένα πίξελ στα κάτω δεξιά ενός πίνακα ελέγχου. Η παρακμή συνέβη ως κάθε τέτοια που σέβεται τον εαυτό της, όχι ως κατάρρευση κτιρίου υπό την επίδραση μηχανοχημικού φορτίου, αλλά ως αμμουδένιο κάστρο στη διαχωριστική γραμμή θάλασσας και παραλίας, με ένα όμορφο απογευματινό κυματάκι να μεταβάλλει τα σύνορα τους. Πρώτα παραμορφώθηκαν οι στατικές όψεις της επιφάνειας του οικοδομήματος και στη συνέχεια η διαδικασία επεκτάθηκε στην εσωτερική δομή. Κάπως έτσι, ο Μπερνάρντο χώρισε με τη Τζέην (ήταν πρωί, είχαν φάει ομελέτα, είπε βαρέθηκα, έφυγε), ένα μεταγωγικό αστόχησε στο είκοστο έβδομο χιλιόμετρο της πολιτείας του Νέου Κάνσας στη ζούγκλα του όγδοου πλανήτη του Αλδεβαράν, μια πυρηνική σχάση στη ζώνη του Άντερσον μετέβαλλε τον Αλγόριθμο της Αναπαράστασης που κυβερνούσε τη σχέση Μητροπόλεων και Αποικιών, με τρόπο μη αιτιοκρατικά επιδιορθούμενο. Λίγο πριν το τέλος, ένας ρακοσυλλέκτης κάπου στα ανοιχτά μιας περιοχής σαν όλες τις άλλες, κι ενώ η ψευδαίσθηση της επιβίωσης του συστήματος είχε παραμείνει αλώβητη διότι κανείς δε μπορούσε να είναι σίγουρος για το αντίθετο, είπε στον αντλιοκράτορα που συνάντησε στα βάθη της ερήμου (κι αυτή ήταν η τελευταία συνομιλία που καταγράφτηκε): ας πιούμε όσο περισσότερο αλκοόλ μπορούμε.

Ύστερα, ένα ή δυο χρόνια μετά, έσβησε.

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

Καλοκαίρι

 

Και ξέρεις πως πάντοτε με τρόμαζαν τα καλοκαίρια γιατί με τρόμαζε η γαλήνη που νιώθω όταν ξέρω πως δεν μπορώ να σε δω και όλα είναι πιο απλά και μετρήσιμα και υπάρχει αυτό το μέρος που μπορώ να κρυφτώ αλλά πάντα τα καταφύγια είναι τρομακτικά έτσι δεν είναι είναι τρυφερή αγκαλιά σε βομβαρδισμένο τοπίο κι είναι η προσμονή πως όταν βγούμε έξω τα πράγματα θα ‘ναι καλύτερα  και ήμασταν κάποτε κάτω από ένα δέντρο και είπα τι όμορφοι που είμαστε κάτω από το δέντρο και είπες τι όμορφο που είναι το δέντρο που είναι πάνω από μας και έκανε ζέστη και κάπου πίσω έπαιζε κάνεις κύκλους όπως κάνουν οι δίσκοι αγκαλιά με μια φιάλη ουίσκι και δε μας ένοιαζε ό,τι ξέραμε πως θα μας νοιάξει αργότερα σα να λέμε ένα δύο ευρώ για να βγει η μέρα ή σα να λέμε ποιον θα ‘χουμε δίπλα μας σε είκοσι χρόνια μετά αέρας το σούρουπο στην ακροθαλασσιά και κρύο στάση οκλαδόν και χλιαρή μπίρα στο χέρι και να σκέφτομαι στίχους που θα 'θελα να χω γράψει μα μου τους πρόλαβαν άλλοι όπως ένας ιταλός πες μου το αγαπημένο σου μέρος στη γη εδώ μαζί σου κι αργότερα ύπνος με ανοιχτά παράθυρα λέω πως είναι για να κάνει δροσιά αλλά είναι στην πραγματικότητα γιατί περιμένω να έρθεις εσύ κι ύστερα το ξημέρωμα βαρύ και σκοτεινό κι ο καφές βαρύς αλλά πως αλλιώς και δώστου καλημέρα σας τι κάνετε και δως του πως θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω και δώστου καταπιεσμένες χριστοπαναγίες και να περιμένω την ώρα που θα σχολάσω για να περιμένω την επόμενη που θα ξαναδουλέψω και μετά το μεσημέρι που έχω βάλει τα τζιτζίκια να παίζουν στο γιουτιούμπ γιατί εδώ που αναπνέουμε δεν υπάρχουν τζιτζίκια να σκέφτομαι πως η ζωή είναι ότι πιο δύσκολο έχω κάνει ως τώρα να σκέφτομαι πως η ζωή είναι ότι πιο όμορφο έχω κάνει ως τώρα και να σκέφτομαι πως πρέπει να ξέρεις πως πραγματικά πρέπει να ξέρεις πως κάποτε θα γράφω χωρίς σημεία στίξης γιατί είναι τόσα αυτά που πρέπει να σου πω κι ο χρόνος τελειώνει

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Το σύνδρομο του Κρόνου

 

Κι όταν η Μήδεια μεμιάς κλατάρει και σαλέψει

το Μέρμερο όταν τον ζώσουν φίδια μαύρα

και κεταμίνη μες στα σπλάχνα του του Φέρητα κυλήσει

και τάφος ανοιξιάτικος τα πρώτα χιόνια πιει

θα ‘ναι η ώρα που κοράκια θ’ ανατέλλουν

και στέκονται σαν κάμερες το αίμα της να πιουν

σαν θεατές ζητούν εκδίκηση να πάρουν

την κάθαρση στα μέσα τους να την καταναλώσουν

και πάνω στα παντζούρια της εκδίκηση να γράψουν

Τότε είναι εγώ που θα καταλαγιάσω

παιδί της Γαίας του Ουρανού Θεός ανάμεσα τους

θα με ξεχάσουν μονομιάς στα σπλάχνα μου τον Δία

τα τέκνα μου που ρήμαξα δικαίωμα γιατί είχα

κι η Ρέα στη γωνιά θα κλαίει σιωπηλά

γιατί γυναικά είναι κι αυτή καθώς η μητροκτόνα

και ξέρει πως εγώ μπορώ αυτό που δε μπορεί

Κανίβαλοι αδέρφια μου σταθείτε εδώ σιμά μου

Τιτάνα αναγνωρίστε με σταυρώστε την καριόλα.

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

And a happy new year


Το τέλος της μέρας με βρίσκει στο πάνω μέρος των σκαλιών. Είναι όμορφα εκεί αυτή την ώρα. Ο ήλιος δύει κι είναι όμορφα.

Αντιπαθώ τα ηλιοβασιλέματα. Τα βρίσκω μονότονα και προβλέψιμα. Φαινόμενο γραμμικό κι επαναλαμβανόμενο. Από την άλλη βρίσκω έξοχο το μούχρωμα, με τη δυναμική χαοτική του συμπεριφορά, και το πάντρεμα των σύννεφων με τα απομεινάρια του φωτός. Την προβολή τους στα παλιά κτίρια της πόλης. Μιας πόλης που αργοπεθαίνει, μα ο γιατρός μας είπε να μην της πούμε. Είμαστε οι τυχεροί αρχαιολόγοι. Αυτοί που έχουν την τιμή να παρατηρούν το αντικείμενο της μελέτης τους πριν την επερχόμενη καταστροφή.

Αδειάζω το ποτήρι μου στα γρήγορα. Νιώθω μια δυσφορία. Αναρωτιέμαι τι να με ενοχλεί, η υγρασία ή το κρύο. Μάλλον το πρώτο. Μάλλον απλώς τα φορτώνω στον καιρό. Η παλιά καλή πεπατημένη, το τέλειο άλλοθι για τα μικρά καθημερινά εγκλήματα μας, με θύματα τους εαυτούς μας ή τους αγαπημένους μας. Τα σκάτωσα, αλλά έριχνε καρέκλες.

Φεύγω. Κάνω μια γύρα στους δρόμους της άνω πόλης. Σκέφτομαι να μπω κάπου για ένα κονιάκ. Θυμάμαι αμέσως πως ανήκω στους διανοητικά χαλασμένους και ηθικά κολάσιμους πολίτες. Απαγορεύεται. Είμαι το κοριτσάκι με τα σπίρτα σε μια πιο καβατζωμένη καίτοι βραδυφλεγή εκδοχή του. Είμαι ο άνθρωπος που αποφάσισε να μη γίνει ρινόκερος, αλλά αμέλησε να διαβάζει στα ψιλά γράμματα στους όρους του συμβολαίου πως οι μη μετατρεπόμενοι σε ρινόκερους δύνανται να μεταλλαχθούν σε αμοιβάδες. Αναρωτιέμαι πως θα 'ταν το closing time του tom waits αν ήταν ανεμβολίαστος και χωρίς πρόσβαση στα μπαρ. Περιμένω να δει τη μουσική θα γραφτεί για την εποχή μας. Οι καλλιτέχνες συνθηκολόγησαν. Τι στίχο να γράψεις όταν επιδεικνύεις covid pass για να μπεις σε αποστειρωμένους χώρους μη καπνίζοντων;

Κάνω να κατέβω προς την πόλη. Ένας τρελός μπεκρής με σταματάει. Τον κοιτάζω και συνειδητοποιώ: εικόνα απ' το μέλλον. Μαντεύω τις δικές του σκέψεις. Μια εικόνα απ' το παρελθόν.

Με ρωτάει: θέλεις κάτι;  Όχι σε τσαμπουκά. Όχι τι κοιτάς ρε μαλάκα. Με ρωτάει αν όντως θέλω κάτι.

Την εσωτερική γαλήνη. Λίγα παραπάνω φράγκα. Το κορίτσι που αγαπώ. Να πάρει η αεκ το τσου λου.

Όχι φίλε, να 'σαι καλά.

Φτάνω στους δρόμους του κέντρου. Χριστούγεννα κι ο κόσμος βγαίνει να πάρει δώρα για παιδιά, ανίψια, για τον εαυτό του, για να εξαγοράσει την αγάπη των οικείων του, για να μπουκώσει τα κενά στην ψυχοσύνθεση του με περιτυλίγματα, γιρλάντες και γκάτζετ. Μπαίνω σ' ένα μαγαζί κι αγοράζω μια μαλακία. Τους βάζω να μου την τυλίξουνε. Σκοπεύω να μην ανοίξω το δώρο μου αυτές τις γιορτές. μα του χρόνου που θα 'χω ξεχάσει τι πήρα και θα κάνω έκπληξη στον εαυτό μου.

Μου 'χες πει: οι ιστορίες που γράφεις πρέπει να ΄χουν πλοκή. Οπότε σ' αυτό το σημείο μπορώ να βάλω έναν τυπά να μαχαιρώνει μια τύπισσα στην άκρη του δρόμου. Ένα τροχαίο. Έναν βάτραχο που μετατρέπεται σε πρίγκιπα. Έναν μετεωρίτη να πέφτει κι αρχινά το post-apocalypse. Ένα γεγονός που θα δίνει έναυσμα σε ένα διήγημα.

Τίποτα απ' αυτά. Εδώ που ζούμε δεν υπάρχει πλοκή. Δεν υπάρχουν γεγονότα. Δεν υπάρχει το τυχαίο, δεν υπάρχει η δυναμική των κοινωνικών σχέσεων που μπορεί να πάρει σάρκα και οστά απ' τις σκέψεις μου. Υπάρχει μόνο ο κύκλος του εμπορεύματος, η εξουθενωτική παραγωγή του, η οργανωμένη κυκλοφορία του κι η μηχανική κατανάλωση του. Υπάρχει ο φετιχισμός του. Υπάρχει η απόσπαση υπεραξίας που ρημάζει το μυαλό, την καρδιά και το σώμα. Όλα τα έργα τέχνης είναι το αντεστραμμένο και θολό καθρέφτισμα της ως άνω διαδικασίας από το θέαμα. Είναι η διασωλήνωση της φαντασίας μας και το αλγοριθμικό ψείρισμα της από τις μηχανές. Η απόπειρα να πειστούν οι μη ζώντες πως υπάρχει ζωή.

Γυρίζω σπίτι. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Κοιτάζω γύρω μου. Κοιτάζω κάτω. Μια γάτα με καρφώνει με το βλέμμα της. Ελπίζει να την ταΐσω. Πάω στο ψυγείο, βρίσκω ότι απέμεινε από χθες, της το δίνω. Ανεβαίνει και το τρώει λαίμαργα.

Ανάβω τσιγάρο. Όλα καλά.