Αν ήταν στο Λος
Άντζελες, η βροχή θα ήταν απαλή. Ρυθμική. Γλυκιά. Θα έπεφτε σε τζαζ κλίμακα. Θα
πότιζε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο σε low-key ασπρόμαυρο φωτισμό.
Ερήμη. Ήταν στην Πάτρα. Η βροχή ήταν σπασαρχίδική. Ήταν απλά, λιτά κι απέριττα
σπασαρχίδικη.
Ένα τετράγωνο και
δυο χριστοπαναγίες μετά, έφτασε έξω από το μπαρ. Αν ήταν στο Λος Άντζελες, θα
έπαιζε Κολτρέην. Ήταν στην Πάτρα. Καρράς και φχαριστώ να λες. Άνοιξε την πόρτα.
Ντουμάνι και μπάλκαν τζαζ.
Έκανε ένα γύρω με
τα μάτια του. Αναζήτησε ένα θηλυκό. Αναζήτησε μια μελαγχολική, βασανισμένη, αιθέρια
ύπαρξη. Έπαιξε στο μυαλό του μια ατάκα, μια αποστομωτική απάντηση, ένα κρεβάτι
σ’ ένα φθηνό ξενοδοχείο. Αντ’ αυτού: δυο βασανισμένες υπάρξεις, με τρόπο
διαφορετικό απ’ τον καλιφορνέζικο. Τρία διαζύγια, τέσσερις απλήρωτοι
λογαριασμοί, πέντε κουτσούβελα, καμπόσα παραπανίσια κιλά.
Σκέφτηκε, αυτή
είναι η πόλη. Σκέφτηκε τον μαλάκα τον Ελρόι. Σκέφτηκε πως αν ήταν για τα
φράγκα, κάποιος γραφιάς με ικανότητα θα ‘ κανε την Πάτρα να μοιάζει Μασσαλία.
Κατέληξε: Λος Άντζελες, Μασσαλία, Πάτρα τα ίδια σκατά. Πόνος, μιζέρια, ανία,
σήψη. Οι λογοτεχνικές πινελιές δεν σώζουν την κατάσταση. Αγαπούσε την πόλη, με
την ίδια ένταση που τη μισούσε. Γαλήνεψε.
Συμβιβάστηκε. Ένιωσε τους παλμούς του
να επανέρχονται.
Παρήγγειλε. Το
γνωστό.
Ο μπάρμαν δεν το
γνώριζε.
Αναγκάστηκε να το
ζητήσει με τ’ όνομα του. Jameson.
Ήπιε μια τζούρα.
Γαλήνεψε. Κι άλλο.
Άφησε το γκάνι
πάνω στο μπαρ.
Ο μπάρμαν τον
αγνόησε. Ρε με τον κάθε μαλάκα εδώ μέσα. Βγάζει το σιδερικό, και μένα τ’
αρχίδια μου κουνιούνται. Συνέχιζε να σκουπίζει το μπαρ.
Ο ήρωας μας δεν
πτοήθηκε. Έσπρωξε το 45άρι, το τοποθέτησε σε θέση περίοπτη.
Ο μπάρμαν
αποδέχθηκε την ήττα του. Τον κόιταξε στα μάτια.
-Πες το.
-Τι πράμα;
-Αυτή τη μαλακία.
Την έβγαλες και την άφησες στο μπαρ. Πες την ιστορία σου.
-Είμαι χίτμαν.
Να κάτι που δεν
είχε ξανακούσει. Απ’ την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, την κινησιολογία του και τα
συμφραζόμενα, έπιασε το νόημα.
-Χίτμαν. Είσαι
χίτμαν. Δηλαδή εκτελεστής. Σκοτώνεις κόσμο για τα φράγκα.
-Ναι και όχι.
-Τι ναι και όχι;
-Εκτελεστής ναι,
για τα φράγκα ναι. Σκοτώνω κόσμο, όχι.
-Γιατί;
-Για λόγους
αρχής.
Για λόγους αρχής.
Να που υπάρχουν και τέτοιοι. Βγαλμένοι από ρεμπέτικα των 20’s. Βγαλμένοι απ’ τα σπλάχνα της τίμιας
εργαζόμενης μάζας. Θλιβερά απομεινάρια. Μέλλοντες άνεργοι στους κύκλους ενός
κλάδου της καπιταλιστικής οικονομίας στον οποίο οι αρχές πήγαν περίπατο. Σ’
έναν κλάδο που δεν μπανίζει από επιδόματα αλληλεγγύης, που πρόωρη συνταξιοδότηση
σημαίνει έχε γεια καημένε κόσμε. Στο οργανωμένο έγκλημα.
Πολλά είχε
ακούσει ο μπάρμαν. Στα 45 του, με την υποψία καλοσχηματισμένων μυών κάτω από
ένα ουκ αμελητέο στρώμα λίπους, αποτέλεσμα μιας καριέρας στην πυγμαχία που μετά
από μια ρήξη χιαστών μετατράπηκε σε καριέρα στα τσίπουρα, φαινόταν να μπανίζει.
Ως εκ τούτου, ενέπνεε τον κάθε πικραμένο να κάνει το κομμάτι του. Όμως αυτό,
εκτελεστής που δεν εκτελεί, του ήταν πρωτάκουστο. Του κέντρισε το ενδιαφέρον.
Ρώτησε:
-Και πως γίνεται
η δουλειά;
-Έχεις ακουστά
τον Άαρον Νίμτσοβιτς;
-Όχι.
-Εβραίος
σκακιστής. Καινοτόμος στη θεωρία, αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ιδρυτής της
λεγόμενης υπερμοντέρνας σχολής. Αυτός ο Νίμτσοβιτς, είχε πει κάπου και κάποτε:
η απειλή είναι πιο ισχυρή από την πραγματοποίηση της. Η φράση αυτή σαν παιδί με
σημάδεψε. Έβλεπα τους πιτσιρικάδες τους καγκουραίους στο σχολείο. Παίζαν ξύλο.
Για μια γκόμενα. Για τη μάνα τους. Για το ξύλο. Τρώγανε αποβολές, και κυρίως,
τρώγανε ξύλο. Εγώ ποτέ, τίποτα από τα δύο. Απειλούσα. Η απειλή μου γινόταν
πιστευτή. Κέρδιζα.
- Κι αν η απειλή
δε γινόταν πιστευτή;
- Η απειλή
γινόταν πιστευτή. Αυτό είναι το κλειδί. Αυτό είναι το κλειδί σε κάθε πλαίσιο
ανθρώπινης συνύπαρξης. Οι απειλές βίας που γίνονται πιστευτές. Η συνεργασία
είναι μια πλάνη, η αγάπη είναι μια απάτη. Υπάρχει μόνο κάτι που λέγεται ηθική, και
δεν είναι παρά η, μετατοπισμένη στη σφαίρα των ιδεών, ενστικτώδης αντίδραση μας
στον φόβο του ρεζιλέματος, της ανυποληψίας, της σκλαβιάς και του θανάτου. Κάθε μας αναπνοή, κάθε μας χειρονομία, κάθε
μας λέξη πρέπει να ερμηνεύεται μόνο ως ζύγι σ’ αυτή τη λεπτή ισορροπία της
ανελέητης βίας.
Ο μπάρμαν εκνευρίστηκε.
Ωρέ, σε φιλόσοφο πέσαμε. Επέμεινε.
-Κι αν ο άλλος
δεν πάρει από λόγια;
- Θα πάρει από
λόγια.
-Κι αν εγώ τώρα,
ρε μουνόπανο, βγω έξω και σου σπάσω τα δόντια, τότε δε θα ασκήσεις βία;
Αυτό ήταν. Το
σφάλμα. Η υπέρτατη ένταση. Δίχως κλιμάκωση. Δίχως χτίσιμο. Δίχως αύριο.
-Σ’ αυτήν την
περίπτωση, αγαπητέ μου μπάρμαν, έχουμε δυο αντικρουόμενες απειλές βίας.
-Και ποια
κερδίζει ρε αρχίδι;
-Η ένοπλη.
Δυόμιση
δευτερόλεπτα. Σήκωμα ποτηριού, πιώμα ουίσκι, κατέβασμα ποτηριού. Βάλσιμο χεριού
στην εσωτερική τσέπη, τράβηγμα σιγαστήρα, τοποθέτηση σιγαστήρα στο όπλο. Ο ήχος
του θανάτου.
Το πτώμα του
μπάρμαν συνέτριψε πεντέξι ποτά οπισθοχωρώντας. Ένας θαμώνας στο βάθος
δυσανασχέτησε.
Ο χίτμαν σηκώθηκε
να φύγει. Προτού το κάνει, μπήκε από την άλλη μεριά της μπάρας, και ψιθύρισε
στο πτώμα.
-Αυτό είναι το
τμήμα του μυστικού που δεν δύναμαι να αποκαλύπτω. Ορισμένες φορές, η απειλή
βίας οφείλει να μετατρέπεται σε βία. Μια φορά στο τόσο υπεραρκεί. Το κάνω,
πίστεψε με, με πόνο καρδιάς. Ωστόσο, είναι το τίμημα για να γίνω πιστευτός. Από
δω και στο εξής, κανένα πουστάρχιδο δε θα μου κουνηθεί. Από δω και στο εξής, θα
κυριαρχώ ειρηνικά. Θα θυμίζω την αστυνομία. Θα θυμίζω το αφεντικό. Θα θυμίζω το
δάσκαλο. Θα είμαι ο παντελεήμων Θεός. Θα με λατρεύετε, γιατί θα με φοβάστε. Θα σας
λυτρώνω, γιατί ξέρετε πως μπορώ να κάνω στήλη άλατος τη γυναίκα του Λωτ.
Θα με δοξάζετε ως φιλείρηνα Αμνό, παριστάνοντας πως δεν συνέβη ποτέ το
ολοκαύτωμα του κατακλυσμού. Αλλά θα το θυμάστε. Κι αυτό αρκεί.
Σηκώθηκε και
προχώρησε προς την έξοδο. Οικονομόπουλος στα ηχεία. Για κάποιο λόγο γίναν όλα.
Ωδή του ιστορικού υλισμού.
Ο δυσανασχετημένος θαμώνας δε μπορούσε να μείνει
με την απορία:
-Προς τι ο
σιγαστήρας;
-Για το στιλ. Το
στιλ είναι το παν.